κοινωνικός

κοινωνικός
-ή, -ό (AM κοινωνικός, -ή, -όν) [κοινωνός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην κοινωνία («κοινωνικός βίος»)
2. (για πρόσ.) αυτός που τού αρέσουν οι συναναστροφές με άλλους ανθρώπους, προσηνής, κοσμικός
3. αυτός που πρόθυμα προσφέρει υπηρεσίες στους άλλους, αλτρουιστής
νεοελλ.
1. αυτός που εξυπηρετεί την κοινωνία, αυτός που γίνεται προς το συμφέρον τής προόδου και τής ευημερίας τού κοινωνικού συνόλου (α. «κοινωνική πολιτική» β. «κοινωνική πρόνοια»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοινωνικά
στήλη εφημερίδων και περιοδικών στην οποία καταχωρίζονται αγγελίες γάμων, θανάτων κ.ά. κοινωνικά γεγονότα
3. φρ. α) «κοινωνικές τάξεις» — μεγάλες ομάδες ανθρώπων ιστορικά διαμορφωμένες που διακρίνονται μεταξύ τους λόγω τής οικονομικής τους κατάστασης και χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερα θεμελιώδη συμφέροντα καθώς και από ιδιαίτερη ψυχολογία και κοινωνική συνείδηση (α. «η τάξη τών φεουδαρχών» β. «η εργατική τάξη»)
β) «κοινωνικές ασφαλίσεις» — σύστημα προστασίας τών μισθωτών και άλλων κατηγοριών εργαζομένων έναντι ασφαλιζόμενων κινδύνων -γήρατος, ασθένειας, ανεργίας- με έσοδα που προέρχονται από εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών καθώς και από κρατικές επιχορηγήσεις
γ) «κοινωνικές επιστήμες» — οι επιστήμες που ως αντικείμενό τους έχουν τη μελέτη τής ανθρώπινης συμπεριφοράς ως προς τις κοινωνικές και πολιτιστικές πλευρές της
δ) «κοινωνική διαφοροποίηση και διαστρωμάτωση» — η ύπαρξη και καθιέρωση στην κοινωνία διαφορετικών τάξεων, ομάδων ή κατηγοριών ατόμων
ε) «κοινωνική θέση» — η τοποθέτηση μέσα σε ένα κοινωνικό σύστημα από την οποία εκπορεύονται και προς την οποία κατευθύνονται διάφορες μορφές δράσης
στ) «κοινωνικό σύστημα» — ο τρόπος τής οργανωτικής διάρθρωσης μιας κοινωνίας από τον οποίο εξαρτάται η μορφή διαστρωμάτωσής της και οι σχέσεις τών διαφόρων στρωμάτων μεταξύ τους
ζ) «κοινωνική ομάδα» — σειρά ατόμων που βρίσκονται ή βρέθηκαν πρόσφατα ή πρόκειται να βρεθούν σε ένα είδος αλληλεξάρτησης
η) «κοινωνικό κίνημα» — χαλαρά οργανωμένη αλλά συνεχής δραστηριότητα που υποστηρίζει έναν κοινωνικό σκοπό είτε την εφαρμογή ή την πρόληψη μιάς μεταβολής στη δομή ή στις αξίες μιας κοινωνίας
θ) «κοινωνικά βάρη» — τίτλος λογαριασμού για την παρακολούθηση τών κοινωνικών δαπανών μιας επιχείρησης
ι) «κοινωνική δομή» — η χαρακτηριστική διάρθρωση εξειδικευμένων και αλληλεξαρτώμενων θεσμών δια τών οποίων τα μέλη μιας ανθρώπινης κοινωνίας επιδρούν το ένα στο άλλο και κατορθώνουν να συμβιούν
ια) «κοινωνική αλλαγή» — μεταβολή μιας πλευράς, ενός θεσμού, μιας συγκεκριμένης κατάστασης ή σχέσης στη ζωή τής κοινωνίας ή ο μετασχηματισμός ολόκληρου τού κοινωνικού συστήματος
ιβ) «κοινωνική επανάσταση» — η επανάσταση που έχει μερικότερους ή γενικότερους κοινωνικούς στόχους
ιγ) «κοινωνική κινητικότητα» — η κίνηση τών ατόμων, τών οικογενειών ή τών ομάδων μιας δεδομένης κοινωνίας μέσα στον γεωγραφικό της χώρο είτε μέσα στο σύστημα ιεραρχίας και διαστρωμάτωσής της
ιδ) «κοινωνική παθολογία» ή «κοινωνική αποδιοργάνωση» — κατάσταση δυσφορίας τού κοινωνικού συνόλου ή ενός σημαντικού τμήματός του οφειλόμενη στην ύπαρξη, την πλημμελή αντιμετώπιση ή τη διαιώνιση σοβαρών προβλημάτων
ιε) «κοινωνική ψυχολογία» — η επιστημονική μελέτη τής ανθρώπινης συμπεριφοράς στο κοινωνικό και πολιτιστικό της πλαίσιο
ιστ) «κοινωνικό εισόδημα»
(οικον.) το σύνολο τών ατομικών εισοδημάτων από κάθε πηγή όλων τών μελών τής κοινωνίας
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. εν. ως ουσ. το κοινωνικό(ν)
ύμνος τής θείας κοινωνίας, ψαλμός που ψάλλεται προς το τέλος τής θείας λειτουργίας και κατά τη διάρκεια τού οποίου κοινωνούν οι ιερείς
αρχ.
1. αυτός που κατέχεται από κοινού («κοινωνικός ἐλαιών», πάπ.)
2. αυτός που είναι πρόθυμος να μοιράσει το κέρδος με άλλους
3. μεταδοτικός, διανεμητικός, που δίνει και σε άλλους από τα υπάρχοντά του
4. αυτός που βρίσκεται σε σχέση, σε επικοινωνία με κάποιον
5. αυτός που μετέχει τής χριστιανικής κοινωνίας
6. το ουδ. εν. ως ουσ.
η διάθεση για επικοινωνία
7. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κοινωνικά
α) ιδιοκτησία που ανήκει σε σωματεία
β) φόρος για τα σωματεία.
επίρρ...
κοινωνικά και -κώς (AM κοινωνικώς)
με κοινωνικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοινωνικός — held in common masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην κοινωνία: Έγραψε για την κοινωνική ζωή των Βυζαντινών. 2. αυτός που μεριμνά για την κοινωνία: Υπάρχει ίδρυμα κοινωνικής πρόνοιας. 3. κοσμικός: Είναι πολύ κοινωνικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρόλος κοινωνικός — Στην κοινωνιολογία σημαίνει σύνολο ενεργειών που συνδέονται ενιαία με μια ειδική κοινωνική δραστηριότητα ή λειτουργία. Η ομοιογένεια στην οποία αυτό το σύνολο ενεργειών φτάνει στη σύγχρονη κοινωνία, επιτρέπει τη διαμόρφωση μιας τυπολογίας των… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνικά — κοινωνικός held in common neut nom/voc/acc pl κοινωνικά̱ , κοινωνικός held in common fem nom/voc/acc dual κοινωνικά̱ , κοινωνικός held in common fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνικώτερον — κοινωνικός held in common adverbial comp κοινωνικός held in common masc acc comp sg κοινωνικός held in common neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνικῶν — κοινωνικός held in common fem gen pl κοινωνικός held in common masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνικόν — κοινωνικός held in common masc acc sg κοινωνικός held in common neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνικώτατον — κοινωνικός held in common masc acc superl sg κοινωνικός held in common neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικογένεια — Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνική ασφάλιση — Κοινωνικός θεσμός που αποβλέπει στην προστασία των εργαζομένων από διάφορους κινδύνους, ατυχήματα κ.ά. και περιλαμβάνει παροχές που αφορούν ασθένεια, αναπηρία, γηρατειά, ανεργία, μητρότητα κλπ. Η έννοια της κ.α. πρωτοεμφανίστηκε στη Γερμανία επί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”